λογαριασμοί

λογαριασμοί
cметките

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • δυσθεώρητος — η, ο (Α δυσθεώρητος, ον) εκείνος, τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει κανείς σε όλη του την έκταση («χαῑρε βάθος δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος) νεοελλ. αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί») αρχ …   Dictionary of Greek

  • καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …   Dictionary of Greek

  • κατάστιχο — το (Μ κατάστιχο[ν]) 1. βιβλίο στο οποίο καταγράφονται λογαριασμοί, λογιστικό βιβλίο 2. κατάλογος, σημειωματάριο νεοελλ. φρ. α) «ανοίγω τα παλιά κατάστιχα» i) ανατρέχω στους λογαριασμούς τού παρελθόντος ii) μτφ. ανακινώ παλιές έριδες, ξύνω παλιές… …   Dictionary of Greek

  • λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… …   Dictionary of Greek

  • λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… …   Dictionary of Greek

  • νούμερο — το (Μ νούμερο και νούμερον) αριθμός νεοελλ. 1. (για ενδύματα και υποδήματα) μέγεθος («τί νούμερο παπούτσι φοράς;») 2. αυτοτελής σκηνή σε επιθεώρηση, σε θέατρο ή σε νυκτερινό κέντρο διασκέδασης 3. οι ηθοποιοί που εκτελούν τις παραπάνω σκηνές 4.… …   Dictionary of Greek

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

  • προσοδικός — ή, όν, Α [πρόσοδος] 1. αυτός που αποφέρει προσόδους, παραγωγικός, προσοδοφόρος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσοδικός ενοικιαστής δημόσιων προσόδων, δημοσιώνης* 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσοδικά οι… …   Dictionary of Greek

  • σανίδα — η / σανίς, ίδος, ΝΜΑ μακρύ ορθογώνιο ξύλο αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον κατά μήκος πριονισμό κορμού δέντρου, κν. τάβλα νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ., ιδίως για γυναίκα) πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος 2. φρ. α) «σανίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”